ομοπολις

ομοπολις
    ὁμόπολις
    ὁμό-πολις
    -εως adj. принадлежащий к тому же городу (государству), согражданин, земляк Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ομοπολις" в других словарях:

  • ομόπολις — ὁμόπολις και ποιητ. τ. ὁμόπτολις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι από την ίδια πόλη με κάποιον άλλο, τής ίδιας πόλης, συμπολίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πόλις] …   Dictionary of Greek

  • ὁμόπολις — from masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόπολιν — ὁμόπολις from masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόπτολιν — ὁμόπολις from masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόπτολις — ὁμόπολις from masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομόπτολις — ὁμόπτολις, ὁ, ἡ (Α) βλ. ομόπολις …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»